εμπερίστατος

εμπερίστατος
ος , ον см. εμπεριστατωμένος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εμπερίστατος" в других словарях:

  • εμπερίστατος — η, ο (Μ ἐμπερίστατος, η, ον) αυτός που αντιμετωπίζει δυσκολίες ή ζει υπό δύσκολες συνθήκες νεοελλ. 1. εμπεριστατωμένος 2. αυτός που είναι πολύ απασχολημένος με σοβαρά θέματα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»